- ἐγχρονισμός
- ἐγχρονισμόςprolonged usemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγχρονισμός — ἐγχρονισμός, ο (Α) παρατεταμένη χρήση … Dictionary of Greek
ἐγχρονισμοῦ — ἐγχρονισμός prolonged use masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχρονισμόν — ἐγχρονισμός prolonged use masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)